- χονδρεμπόριο
- και χοντρεμπόριο, το, Ν [χονδρέμπορος / χοντρέμπορος]εμπόριο χονδρικής πώλησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοντρεμπόριο — το, Ν βλ. χονδρεμπόριο … Dictionary of Greek
Μάλμοε — (Malmo). Πόλη (264.989 κάτ. το 2002) της νότιας Σουηδίας, πρωτεύουσα της κομητείας Σκάνε (11.346 τ. χλμ., 1.140.291 κάτ.) και η τρίτη μεγάλη πόλη της Σουηδίας. Bρίσκεται στον πορθμό Έρεσουν, απέναντι στο δανικό νησί Σγέλαντ και στην Κοπενχάγη. Η… … Dictionary of Greek